.
.

Παντιέρα, ιστότοπος αντικαπιταλιστικής ενημέρωσης

.


28η Οκτωβρίου και κάθε μέρα: Καλλιθέα, πόλη αντιφασιστική!


Aντιφασιστικός Συντονισμός Καλλιθέας Μοσχάτου Ταύρου

Για άλλη μια φορά δηλώνουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε στους φασίστες να εμφανιστούν δημόσια στην πόλη μας εκμεταλλευόμενοι τις εορταστικές εκδηλώσεις του δήμου για την 28η Οκτωβρίου.

Οι φασίστες της Χρυσής Αυγής και οι διάφορες μεταλλάξεις τους προσπαθούν εδώ και καιρό να αναπτύξουν την τραμπούκικη δράση τους στην πόλη μας και στις γύρω περιοχές: θρασύδειλες επιθέσεις σε αγωνιστές και αγωνίστριες του αντιφασιστικού κινήματος, επίθεση στην κατάληψη του πρώην ΠΙΚΠΑ στα Πετράλωνα, μοτοπορείες και αναγραφή φασιστικών συνθημάτων στα σχολεία της Καλλιθέας… Δράσεις οι οποίες γίνονται πάντοτε ύπουλα και στα κρυφά, από το φόβο του αντιφασιστικού κινήματος, το οποίο δίνει κάθε φορά την κατάλληλη απάντηση. Δράσεις τις οποίες οι φασίστες προσπαθούν να επαναλάβουν όταν τους δίνεται η ευκαιρία.

Και υπάρχουν πολλές ευκαιρίες που τροφοδοτούν το θράσος των φασιστών.

Ο εθνικισμός που με συστηματικό τρόπο καλλιεργούν και εξαπλώνουν η κυβέρνηση, τα ΜΜΕ, οι κρατικοί μηχανισμοί και ένας ολόκληρος συρφετός από παραθρησκευτικές, παραστρατιωτικές και παραπολιτικές οργανώσεις, δημιουργεί το κατάλληλο έδαφος για τη δράση των φασιστών. Οι εθνικιστικές συγκεντρώσεις για το μακεδονικό, λειτούργησαν σαν πλυντήριο της ακροδεξιάς και της Χρυσής Αυγής και τους ενθάρρυναν να συνεχίσουν την «πατριωτική» δράση τους: επιθέσεις σε χώρους του κινήματος, επιθέσεις σε αγωνιστές και αγωνίστριες, επιθέσεις σε μετανάστες και πρόσφυγες…

Ο ρατσισμός και η αντιμεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης και ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού, τα κλειστά σύνορα, οι θάνατοι-δολοφονίες των προσφύγων στον Έβρο και στο Αιγαίο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία στοιβάζονται οι άνθρωποι που προσπαθούν να γλιτώσουν απ’ τον θάνατο και την καταστροφή που εξαπλώνεται στις χώρες τους, αλλά και η στυγνή εκμετάλλευση των μεταναστών/τριών εργατών, προσφέρουν γόνιμο έδαφος για τη δράση των φασιστικών συμμοριών, οι οποίες έχουν σα βασικό στόχο «δουλειές μόνο για Έλληνες» με μισθό μικρότερο κι απ’ αυτόν που παίρνουν και τα πιο εκμεταλλευόμενα κομμάτια των μεταναστών/στριών εργατών/τριών.
Εξάλλου, ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευρώπης Φρούριο δικαιώνει τις ρατσιστικές αντιλήψεις και τις πρακτικές των φασιστών και της ακροδεξιάς. Τα πλοία των «κολασμένων» που δεν βρίσκουν λιμάνι να τους δεχτεί, τα σκλαβοπάζαρα στη Λιβύη που είναι η άμεση συνέπεια της συμφωνίας ΕΕ-Λιβύης, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, οι πνιγμένοι πρόσφυγες στα νερά της Μεσογείου… αυτή είναι η πολιτική που εφαρμόζει η «δημοκρατική» Ευρώπη και όχι κάποια νεοναζιστική οργάνωση. Αυτές οι πολιτικές της ΕΕ οδηγούν σε ολόκληρη την Ευρώπη στην άνοδο των ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων, τα οποία συνήθως προβάλλουν μια αντισυστημική ρητορεία για να καλύψουν αυτό που πραγματικά είναι: τραμπούκοι και μαχαιροβγάλτες των μεγάλων αφεντικών των ευρωπαϊκών κρατών.

Όμως η φασιστική βία και επιθετικότητα τροφοδοτείται κι ενισχύεται από τον αυταρχισμό και τις πολιτικές καταστολής εναντίον όσων αγωνίζονται, πολιτικές οι οποίες εφαρμόζονται σε ολόκληρη την ΕΕ και φυσικά και στην Ελλάδα της «πρώτης φοράς αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι φασίστες της Χρυσής Αυγής προσπαθούν να κάνουν την πιο βρώμικη δουλειά που δεν μπορούν να κάνουν ανοιχτά οι μηχανισμοί καταστολής και τα δικαστήρια: επιθέσεις και πυρπολήσεις σε χώρους τους κινήματος, ωμή βία εναντίον αγωνιστών και αγωνιστριών. Στη δράση τους αυτή ενθαρρύνονται από την ανοχή με την οποία τους αντιμετωπίζει η αστυνομία, μια ανοχή που φτάνει μέχρι τη συνεργασία, αλλά και από την ανοχή του δικαστικού συστήματος, το οποίο φορτώνει με εξοντωτικές ποινές τους ανθρώπους που αγωνίζονται και τους εξαθλιωμένους που μπλέκονται στα γρανάζια του, αλλά «ρίχνει στα μαλακά» τους φασίστες, όταν φυσικά αναγκαστεί να τους συλλάβει η αστυνομία. Ένα δικαστικό σύστημα το οποίο δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει τη δίκη της Χρυσής Αυγής καταδικάζοντας ολόκληρη την ηγεσία της δολοφονικής οργάνωσης.

Η δράση της Χρυσής Αυγής τροφοδοτείται επίσης από το κλίμα μίσους και κανιβαλισμού που συστηματικά καλλιεργείται από τα ΜΜΕ και ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό που με κάθε ευκαιρία διαφημίζουν το «δικαίωμα» του νοικοκυραίου «να πάρει τον νόμο στα χέρια του» εναντίον των πιο φτωχών, εναντίον των εξαθλιωμένων, εναντίον των «διαφορετικών». Αυτές οι νοσηρές συνθήκες οδήγησαν στο λιντσάρισμα-δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, του Ζακ Κωστόπουλου, ομοφυλόφιλου και οροθετικού, από μια ομάδα «ευυπόληπτων» ιδιοκτητών. Ένα έγκλημα, το οποίο οι φασίστες έσπευσαν να εγκωμιάσουν, γιατί αυτό είναι το κοινωνικό καθεστώς που θέλουν να επιβάλουν οι φασίστες.

Δεν θα τους αφήσουμε. Και αυτή τη φορά, δεν θα τους επιτρέψουμε να εμφανιστούν δημόσια στην Καλλιθέα την 28η Οκτωβρίου – μια μέρα η οποία σηματοδοτεί τη φρίκη του πολέμου, τη ναζιστική κατοχή, αλλά και την αντιφασιστική αντίσταση των λαών της Ευρώπης. Την αντίσταση στην οποία η πόλη μας συμμετείχε μαζικά, δίνοντας ηρωικές μάχες και μάρτυρες του αντιφασιστικού αγώνα.

Οι φασίστες δεν «χωράνε» στις πόλεις μας και στις γειτονιές μας, στις οποίες ζούμε μαζί με χιλιάδες μετανάστες/στριες και πρόσφυγες και μαζί αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη ζωή και για ένα κόσμο χωρίς εξαθλίωση, χωρίς πολέμους και χωρίς φασισμό.

Ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ταύρου καλεί σε συγκέντρωση την Κυριακή 28 Οκτωβρίου 10 πμ στην πλατεία Κύπρου για να μην επιτρέψουμε στους δολοφόνους του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα να εμφανιστούν στη πόλη μας.

Ποτέ πια φασισμός لا للفاشية من جديد Never again fascism
Ποτέ πια πόλεμος لا للحرب من جديد Never again war

image_pdfΛήψη - Εκτύπωση δημοσίευσης


Κριτικές - Συζήτηση

Βαθμολογία Αναγνωστών: 100.00% ( 4
Συμμετοχές )



3 σχόλια στο “28η Οκτωβρίου και κάθε μέρα: Καλλιθέα, πόλη αντιφασιστική!

  1. Left G700

    [Του Οδυσσέα Ελύτη –δια χειρός Left G700]

    Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

    A’

    Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
    Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
    Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
    Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

    Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
    Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
    Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
    Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
    Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
    Πρωί, στα πόδια του βουνού

    Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

    Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
    Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
    Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
    Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
    Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
    Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

    Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
    Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

    Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.

    B’

    Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

    O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
    Φυσάει μακριά τη σκόνη του
    Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
    H γη κρύβει τις πέτρες της
    O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
    Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
    Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
    Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
    Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
    Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
    Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
    Φωτιά ή μαχαίρι!

    Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
    Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
    Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

    Γ’

    Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
    Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
    O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

    Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
    Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
    Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

    Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
    Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
    Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

    Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
    Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
    Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…

    Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
    Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
    Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια

    Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
    Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
    Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!

    Δ’

    Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
    M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
    M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
    Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
    Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
    Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
    Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
    Kι η απορία μαρμάρωσε…

    Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
    Αιώνες μαύροι γύρω του
    Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
    Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
    Aκούν με προσοχή·
    Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
    Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
    Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

    Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
    Xωρίς άλλα κεριά
    Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
    Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
    Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
    Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
    Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
    Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
    Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
    Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
    Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
    Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
    Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
    Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
    Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!

    Ε’

    Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
    Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
    Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
    Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
    Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!

    Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
    Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
    Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
    Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
    Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
    Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
    Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
    Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
    Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
    Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
    Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
    Πιάνουν το χέρι και παγώνει
    Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
    Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
    Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
    Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
    Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

    ΣΤ’

    Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
    Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
    Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
    Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
    Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
    Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
    Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
    Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
    Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
    Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
    Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
    Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
    Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
    Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
    Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

    Ήταν γερό παιδί·
    Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
    Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
    Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
    Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
    Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
    Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
    H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
    Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
    Nα βάφει τα λουλούδια
    Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
    Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
    Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
    Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
    Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα…

    Ήταν γενναίο παιδί.
    Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
    Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
    Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
    (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
    Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
    Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
    Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
    ―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
    Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
    Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
    Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
    Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
    Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
    Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
    Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
    Δεν έκλαψαν
    Γιατί να κλάψουν
    Ήταν γενναίο παιδί!

    Ζ’

    Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
    Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
    Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
    Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
    Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει…
    Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
    Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
    Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
    Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
    Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
    Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
    Kαι σταματήσουν
    Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί…

    Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
    Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
    Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
    Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
    Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
    Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
    Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
    Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
    Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
    Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
    Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
    Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

    Reply
  2. Left G700

    [Του Οδυσσέα Ελύτη –δια χειρός Left G700] (ΣΥΝΕΧΕΙΑ)

    Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

    Η’

    Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
    Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
    Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
    Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
    Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
    Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
    Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
    Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
    Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!

    Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
    Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
    Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
    Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
    Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
    Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
    Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
    Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
    Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
    Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
    Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
    Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

    Θ’

    Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
    Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
    Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
    Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
    Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
    Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
    Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
    Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
    Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»

    Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
    Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
    Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
    Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
    Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
    Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
    Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
    Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
    Kαι ποιος θα κοιμηθεί
    Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
    Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
    Aίμα και λαλιά
    Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
    Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
    Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

    Ι’

    Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
    Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
    Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
    Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
    Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
    Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
    Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
    Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»

    Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
    Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
    Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
    Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
    Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
    Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
    Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
    Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
    Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
    Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
    Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
    Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
    Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
    Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών

    Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
    Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

    ΙΑ’

    Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
    Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
    Γιατί τους είχε πάρει
    Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
    Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
    Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
    Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
    Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
    Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
    Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
    Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!

    Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
    Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
    M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
    Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
    Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
    Mε πικραμένα μάτια·

    Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
    Θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
    Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
    Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
    Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!

    Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
    Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
    Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

    ΙΒ’

    Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
    Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος…

    Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
    Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
    Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
    Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
    Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
    Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
    Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
    Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
    Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!

    Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
    Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
    Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
    Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…
    Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
    Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
    Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
    Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
    Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του

    Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
    Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!

    ΙΓ’

    Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―

    Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
    Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
    Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
    Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
    Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
    Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
    Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

    Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
    Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
    Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
    Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
    Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
    Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
    Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
    Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

    Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
    Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
    Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
    Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

    ΙΔ’

    Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
    Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
    Ελευθερία
    Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
    EΛEYΘEPIA
    Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος

    Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
    Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
    Tα πιο αθώα κορίτσια
    Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
    Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
    Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…

    Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!

    Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
    Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
    Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
    Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
    Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
    Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
    Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
    «Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
    «Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
    Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

    Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
    Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!

    ___________________________________________________________

    ΥΓ Κατά πάσα πιθανότητα (για μένα κατά πάσα βεβαιότητα), ο στιχουργός Πυθαγόρας, Ελασίτης ή ανταρτοεπονίτης από 14(!) χρονών, εμπνεύστηκε από αυτό το ποίημα του Ελύτη τους στίχους που μελοποίησε ο Κατσαρός στο επισυναπτόμενο τραγούδι και το οποίο ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση η Μαρινέλα. Εδώ θα το ακούσετε από πιτσιρίκια:

    https://www.youtube.com/watch?v=DRTxjKXlyAw

    Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.