Όταν η κατακερµατισµένη εξωκοινοβουλευτική αριστερά συζητά για την απαραίτητη ενότητα µεταξύ των διαφορετικών τµηµάτων της προκειµένου να αντιµετωπιστεί η επίθεση του συστήµατος στους εργαζόµενους και στα λαϊκά στρώµατα, αυτό είναι καλό νέο.
Εκτός από καλό νέο, είναι και συζήτηση παραγωγική όταν καταλήγει στη δηµιουργία ενός νέου σωµατείου εργαζοµένων, µιας αντιφασιστικής πρωτοβουλίας, µιας τοπικής οµάδας ενάντια στην καταπάτηση κάποιου δηµόσιου χώρου κ.λπ.
Όταν όµως αυτή η συζήτηση γίνεται µόνο ή κυρίως τις παραµονές των εκλογών, τότε είναι εντελώς εύλογο να αντιµετωπίζεται µε σκεπτικισµό. Υποδηλώνει συγκυριακές ή µακρόπνοες πολιτικές αναζητήσεις;
Και αν οι επιζητούµενες προοπτικές είναι µακρόπνοες, τι φταίει και οι ίδιες «ενωτικές» δυνάµεις µέχρι πρότινος συνήθως δεν µπορούσαν να πετύχουν την κοινή τους παρουσία σε µια απεργιακή συγκέντρωση, σε µια διαδήλωση για τα δικαιώµατα των προσφύγων που θαλασσοπνίγονται, σε µια αντιφασιστική διαδήλωση;
Δικαιολογείται κάποιες δυνάµεις να µην µπορούν να συνεργαστούν στο κίνηµα ούτε µε τον ίσκιο τους και στις δηµοτικές εκλογές ούτε µε τους πολιτικούς συµµάχους τους, και όταν έρχονται οι βουλευτικές εκλογές να ανακαλύπτουν λαµπρές προοπτικές συνεργασίας µε χαλαρά κριτήρια;
Είναι οι εκλογές κάποιου είδους «εξαίρεση» από τον γενικό κανόνα των µίνιµουµ πολιτικών απαντήσεων που είναι απαραίτητες ώστε να αντιµετωπιστεί η επίθεση του συστήµατος αλλά και να αποφευχθούν νέες µεταρρυθµιστικές αυταπάτες σαν κι’ αυτές που οδήγησαν στην -καταστροφική για το σύνολο της αριστεράς- “κωλοτούµπα” του ΣΥΡΙΖΑ το 2015; Είναι στην παρούσα συγκυρία οι εκλογικές συµµαχίες λιγότερο απαιτητικές από τις γενικότερες πολιτικές συνεργασίες;
Λάθος προσεγγίσεις
Σ’ αυτή την ερώτηση, υπάρχουν δυο ειδών προσεγγίσεις-απαντήσεις, που είναι και οι δυο λάθος.
Η πρώτη λάθος απάντηση είναι πως η αντισυστηµική αριστερά στις εκλογές -σε µια διαδικασία δηλαδή που αντικειµενικά διεξάγεται στο αστικό “γήπεδο” µε δυσµενείς όρους για την τάξη µας- πρέπει να έχει µάξιµουµ επαναστατικές προγραµµατικές θέσεις, ώστε να διεκδικήσει την ψήφο του πιο συνειδητού τµήµατος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων. Κάτι τέτοιο µπορεί να έχει νόηµα σε επαναστατικές περιόδους, αλλά σήµερα δεν είµαστε σε τέτοια περίοδο. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η λογική έχει εκφραστεί από οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς, οι οποίες διεκδικούν την ψήφο στον εαυτό τους ως «ψήφο στην επανάσταση». Η αλήθεια είναι πως τέτοια εκλογικά κατεβάσµατα είναι µεν “τίµια”, πλην όµως συνήθως -και στην ελληνική περίπτωση, πάντα- δεν οδηγούν σε ιδιαίτερη αναπτέρωση του ηθικού των επαναστατικών δυνάµεων, αφού καταλήγουν σε µερικές χιλιάδες ψήφους και οικτρά ποσοστά, κάτι που δεν λειτουργεί συσπειρωτικά.
Η άλλη όµως λάθος απάντηση, έχει τον χαρακτήρα “συµµετρικού λάθους”: µε βάση αυτήν, τα κριτήρια των εκλογικών συνεργασιών µπορεί να είναι τόσο διευρυµένα, ώστε να χωρούν την συνεργασία ρεφορµιστικών και επαναστατικών πολιτικών και δυνάµεων, κάτω από θολές προγραµµατικές θέσεις ανεπαρκείς για να απαντήσουµε στοιχειωδώς στις βασικές επιθέσεις του συστήµατος, που δεν απαντούν σε βασικά πολιτικά διλήµµατα όπως: «χρειάζεται άρνηση ή αποδοχή αποπληρωµής του δηµόσιου χρέους;», «χρειαζόµαστε εξοπλισµούς ή κοινωνικές δαπάνες;» ή «ανοιχτά ή κλειστά τα σύνορα για την προσφυγιά;».
Συζητώντας για την ανάγκη συσπείρωσης δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σήµερα, πρέπει να αποφύγουµε αυτά τα δύο λάθη. Αυτή η συσπείρωση, κινηµατική και πολιτική, δεν πρέπει να προϋποθέτει µάξιµουµ συµφωνίες τύπου «ιδεολογικού ρεύµατος» και κοινής στρατηγικής για την επανάσταση. Προϋποθέτει όµως κοινές θέσεις-απαντήσεις στα βασικά επίδικα της συγκυρίας και κοινή στάση όσον αφορά τις βασικές πολιτικές διαχωριστικές µέσα στην Αριστερά. Πρέπει να είναι, παραδείγµατος χάριν, αυτονόητο πως δεν µπορεί η αντικαπιταλιστική αριστερά να συνεργαστεί εκλογικά µε τον ΣΥΡΙΖΑ για να ηττηθεί η δεξιά, όταν υπάρχει η εµπειρία τόσο της ήττας του «αριστερού» µνηµονίου του 2015 όσο και της «εντός των τειχών του συστήµατος» αντιπολίτευσης που ασκεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόµη, παρά την πρόσφατη µετατόπιση του ΜΕΡΑ25 προς πιο αριστερές θέσεις, ούτε το «κόµµα» Βαρουφάκη µπορεί να αποτελέσει σήµερα πόλο ή συνεργαζόµενη δύναµη για µια εκλογική-πολιτική απάντηση στο σύστηµα, όταν οι βασικές του προτάσεις δεν αποκλείουν καν δυνάµεις όπως ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ-Κίνηµα Αλλαγής.
Αλλά και το ΚΚΕ, µε τον σεχταρισµό του απέναντι στις υπόλοιπες δυνάµεις της Αριστεράς και την παγιωµένη τακτική του να αποφεύγει κρίσιµες αναµετρήσεις µε το σύστηµα στο σήµερα εν αναµονή της αλλαγής των συσχετισµών προς όφελος των «ταξικών δυνάµεων», δεν µπορεί να είναι –ακόµη κι αν το ήθελε– σύµµαχη δύναµη της αντικαπιταλιστικής ενότητας που απαιτείται.
Πολιτικές προτάσεις
Από κει και πέρα, πολιτικές προτάσεις συστράτευσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όπως εκείνη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συµπεριλαµβάνουν τους βασικούς άξονες πάλης στο σήµερα από ταξική και διεθνιστική σκοπιά, αποτελούν θετικό κεκτηµένο στη διεξαγόµενη συζήτηση.
Αντιθέτως, πολιτικές προτάσεις όπως της ΛΑΕ, που συµπεριλαµβάνουν στην ριζοσπαστική αριστερά δυνάµεις όπως το αρχηγικό διαδικτυακό ΜΕΡΑ25, ή του ΣΕΚ και άλλων που αξιολογούν σαν δευτερεύουσα την ανάγκη καθαρών πολιτικών θέσεων π.χ. για τον πόλεµο στην Ουκρανία ή για τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισµό, δεν πληρούν στοιχειωδώς τα κριτήρια αντιµετώπισης της συγκυρίας µε πολιτικά επαρκείς όρους.
Ιδιαίτερα σε περιόδους -όπως σήµερα- που, παρά τις επιµέρους µάχες και νίκες, το εργατικό κίνηµα δεν έχει καταφέρει ακόµα να ανασυντάξει τις δυνάµεις του από το στραπάτσο της ήττας του 2015, το να επιζητεί η επαναστατική αριστερά την εκλογική συσπείρωση χωρίς καθαρές απαντήσεις σε βασικά επίδικα της ταξικής πάλης, αποτελεί σήµα υποχώρησης και όχι πραγµατικά συσπειρωτική απόπειρα απάντησης στις επιθέσεις του συστήµατος και απάντησης στην πολιτική κυβερνήσεων όπως του Μητσοτάκη.
Ως ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος είµαστε αντικειµενικά σε θέση εκλογικής αδυναµίας. Αυτό όµως δεν είναι λόγος να εκβιάσουµε την άρση αυτής της αδυναµίας όπως-όπως. Με το βλέµµα στην «επόµενη µέρα» και τον νέο πολιτικό κύκλο που θα σηµατοδοτήσουν οι εκλογές, η ελάχιστη απαίτηση είναι να µην κάνουµε βήµατα πίσω.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αξίζει υποστήριξης στις εκλογές για τα δύο βασικά θετικά της κεκτηµένα, τα οποία πρέπει να κληρονοµηθούν στις διεργασίες της «επόµενης µέρας» για έναν ευρύτερο αντικαπιταλιστικό πόλο που όµως δεν θα βαρύνεται µε τις αδυναµίες που καθηλώνουν την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
α) τα βήµατα που έκανε στη συσπείρωση, συνεργασία και κοινή δράση ενός δυναµικού µερικών χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στους κοινωνικούς χώρους και στο κίνηµα, και
β) η δηµιουργία ενός αντικαπιταλιστικού προγραµµατικού πλαισίου για τη συνεργασία αυτών των δυνάµεων. Αντίθετα, θα είναι αρνητική «κληρονοµιά» η υποχώρηση σε πολιτικές φόρµουλες συνεργασίας που επαναφέρουν την πολιτική κουλτούρα συνεργασιών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΛΑΕ, αυτή την πολιτική κουλτούρα που ηττήθηκε «θεαµατικά» το 2015.
Πηγή: redtopia.gr