Τολμηρή αυτοκριτική και τομές στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την επαναστατική αριστερά της νέας εποχής
Ομιλία του Αντώνη Δραγανίγου, μέλους της Π.Ε. του ΝΑΡ και της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην εκδήλωση της «Ενωτικής Πρωτοβουλίας Παρέμβασης και Διαλόγου» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αθήνα 30/10/2015:
Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλοι και φίλες,
Δεν χωράει αμφιβολία ότι το ανοιχτό πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ με τις μνημονιακές δυνάμεις αποτελεί ένα ιστορικής σημασίας γεγονός, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα σφραγίσει την πορεία της ελληνικής κοινωνίας και της αριστεράς για πολλές δεκαετίες. Με το γεγονός αυτό κλείνει ένας κύκλος. Κλείνει ο κύκλος που σφραγίστηκε από την «πολιτική λύση ΣΥΡΙΖΑ», δηλαδή αυτός της ανάπτυξης, δοκιμασίας, και τελικής κατάληξης του πολιτικού ρεύματος που ηγεμόνευσε στα πέντε πέτρινα χρόνια του αντιμνημονιακού αγώνα. Το ρεύμα αυτό έφτασε στα όριά του, με την δοκιμασία στην ζωή της πολιτικής εναλλακτικής λύσης του «ούτε ρήξη, ούτε υποταγή», της «κατάργησης των μνημονίων, μέσα στην ευρωζώνη και την ΕΕ».
Αυτό, λοιπόν, που ηττήθηκε δεν είναι η αριστερά. Είναι μία συγκεκριμένη εκδοχή της αριστεράς, μία συγκεκριμένη πολιτική λύση που προβλήθηκε και «ηγεμόνευσε» μέσα στο λαϊκό αριστερόστροφο αντιμνημονιακό ρεύμα.
Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν πρόκειται για την «λύση» που διαμορφώθηκε τα 5 τελευταία χρόνια. Αλλά μια πολιτική λογική που ηγεμόνευσε στην ιστορική αριστερά -ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού- για δεκαετίες. Μια πολιτική που είχε στο κέντρο της την ταξική συνεργασία (ΕΑΔΕ του ΚΚΕ εσωτερικού), την «ανάπτυξη στο έδαφος του καπιταλισμού», την αναπτυξιολογία και τον τεχνοκρατισμό όπως εκφράστηκαν π.χ. στην «νέου τύπου ανάπτυξη» στο 11ο και 12ο Συνέδριο του ΚΚΕ), τον κοινοβουλευτισμό/κυβερνητισμό (με την «κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων», που ήταν η κοινή πολιτική πρόταση ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ./ΕΑΡ, και τελικά η κοινή ντροπιαστική κατάληξη στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, που έδωσαν το πράσινο φως στη νεοφιλελεύθερη καταιγίδα του Μητσοτάκη). Το ρεύμα αυτό –θα έλεγα σε μεγάλο βαθμό και οι άνθρωποι που το σφράγισαν- κυβέρνησαν τελικά, για να εφαρμόσουν τις ιδεολογικές απόψεις που μας οδήγησαν στην εφαρμογή του 3ου «αριστερού» μνημονίου.
Η ιστορική αυτή εξέλιξη δεν αφήνει αμέτοχη και αμόλυντη την αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά.
Πρώτο, γιατί το ανοιχτό πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατόπεδο του μνημονίου αλλάζει τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Δεύτερο, γιατί υπάρχουν χιλιάδες δεσμοί και νήματα που δένουν τον κόσμο.
Τρίτον, γιατί η κρίση του ευρύτερου ρεύματος που με τις αυταπάτες του πάλευε να αλλάξουν τα πράγματα, εφόσον υπάρξει στροφή στον «ρεαλισμό», στο «δεν γίνεται τίποτα» θα πιέσει σοβαρά την αντικαπιταλιστική προοπτική.
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κρίσιμη καμπή όπου, είτε θα περάσει η απογοήτευση, το «όλοι τα ίδια είναι» και πάνω του θα περάσει η αντεπίθεση των αντιδραστικών δυνάμεων, είτε θα γίνει μια βαθιά τομή στο κίνημα και την αριστερά, ικανή να οδηγήσει στην αντεπίθεση των λαϊκών δυνάμεων.
Ποια πρέπει να είναι τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία θα στηριχτεί αυτή η τομή στο κίνημα και την αριστερά, η οικοδόμηση μιας αριστεράς ικανής να φτάσει την πάλη μέχρι το τέλος; Η εμπειρία -παλιότερη και πρόσφατη- μας πλουτίζει με πολύτιμα συμπεράσματα:
Πρώτον: η διαπάλη που γίνεται στην ελληνική κοινωνία είναι πέρα για πέρα ταξική. Η άρχουσα τάξη (βιομήχανοι, καναλάρχες, τραπεζίτες, κλπ) στηρίζουν την πολιτική των μνημονίων γιατί ανταποκρίνεται στα ταξικά τους συμφέροντα. Γιατί είναι μονόδρομος για την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και της κρίσης της ευρωζώνης στις πλάτες της εργατικής τάξης και του λαού.
Σε κάθε σοβαρή αμφισβήτηση των συμφερόντων τους δρουν ενιαία –και μέσω του κράτους- όπως στο δημοψήφισμα, όπου άσκησαν εργοδοτική τρομοκρατία υπέρ του ΝΑΙ, και η ΝΔ απειλούσε ότι σε περίπτωση μη συμφωνίας η «αστική τάξη θα πάρει μέτρα».
Δεύτερο, φάνηκε καθαρά και απόλυτα πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαπραγμάτευση εντός των πλαισίων του ευρώ και της ΕΕ. Η ιδέα ότι υπάρχει μια πιο φιλολαϊκή διαχείριση εντός των ορίων που τίθενται από τους αντιδραστικούς αυτούς θεσμούς αποδείχτηκε μια τεράστια αυταπάτη.
Τρίτο, διαψεύδεται η γραμμή η οποία σε μεγάλο βαθμό κυριάρχησε σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς στα τελευταία 15 χρόνια, ότι το μίνιμουμ, «αντιμνημονιακό» πολιτικό πλαίσιο που αποκρύπτει τις απαραίτητες ρήξεις με τους φορείς της αστικής πολιτικής, μπορεί να ενώσει λαϊκά στρώματα και να επιβάλει την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, να κλυδωνίσει την κυριαρχία του κεφαλαίου.
Τέταρτο, φάνηκε οδυνηρά ότι είναι λάθος η λογική ότι η διεκδίκηση μιας «αριστερής κυβέρνησης» μέσα στα πλαίσια της συνέχειας του κράτους και του δυτικού, ιμπεριαλιστικού πλαισίου μπορεί να γίνει «σκαλοπάτι» για μια άλλη πορεία.
Πέμπτο, αποκαλύφθηκε ότι οδηγεί σε ήττα τις ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις η ιδέα της ενοποίησης ή συνύπαρξης τμημάτων της σοσιαλδημοκρατίας με τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς κάτω από την ηγεμονία μιας «αντινεοφιλελεύθερης», κεϋνσιανής διαχείρισης. Η ενοποίηση ρευμάτων δημοκρατικού σοσιαλισμού και αριστερού ριζοσπαστισμού υπό το αίτημα μιας εντός του συστήματος φιλολαϊκής πολιτικής.
Δεν είναι τόσο αυτονόητα όλα αυτά. Ας δούμε πιο αναλυτικά ορισμένες από αυτές τις πλευρές και την σχέση τους με την τομή στην αριστερά:
Πρώτα απ΄ όλα το ζήτημα του ταξικού χαρακτήρα της διαπάλης, που φαίνεται ίσως απλό είναι πιο δύσκολο από ό,τι φανταζόμαστε. Άλλωστε, θεμέλια λίθος στην πολιτική διαπάλη είναι ο «ορισμός του εχθρού». Ποιος αντιπαλεύει με ποιον. Μια λοιπόν που αρκετοί αγωνιστές αναφέρονται στην εμπειρία του ΕΑΜ, ας σκεφτούμε πάνω στο γεγονός ότι στις 12 του Οκτώβρη, κατά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Ναζί, που γιορτάστηκε λίγες μέρες πριν, ο λαός πανηγύριζε με ρώσικες, αμερικάνικες και αγγλικές σημαίες, δηλαδή με τις σημαίες των δημίων του, αυτών που τον έσφαξαν, κάτι λιγότερο από 2 μήνες μετά. Προφανώς το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν ευτύχησαν στον «ορισμό του εχθρού».
Κάθε πολιτική, κάθε πρόταση και κάθε μέτωπο οικοδομείται πάνω σε ένα ταξικό μετερίζι, όχι πάνω σε κάποιο «θέμα», στόχο ή επιμέρους ζήτημα. Προϋποθέτει την συνείδηση των «φίλων» και των «εχθρών». Στο προκείμενο επιδιώκουμε την ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου ή επιδιώκουμε μια συμμαχία, μια «καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας» σε συνεργασία με αυτούς ή με τμήματά τους.
Δεύτερο, το θέμα της ΕΕ. Δεν μπορούμε πλέον -μετά και την εμπειρία των κλειστών τραπεζών και της πιστωτικής ασφυξίας, μετά τον υπεραντιδραστικό ρόλο της ΕΕ που τον είδαμε, όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά- να μην έχουμε καθαρή γραμμή ρήξης-εξόδου από τους μηχανισμούς αυτούς. Σε κάθε μάχη δεν μπορεί παρά να επαναληφθεί η ίδια και χειρότερη σύγκρουση.
Η ΕΕ δεν είναι απλά και μόνο στοιχείο «εξωτερικής επιβολής» των «ξένων», ακόμα και των «πολυεθνικών», στην ελληνική κοινωνία, αν και υπάρχει φυσικά η πλευρά της αναπτυσσόμενης διαρκούς επιτροπείας. Ωστόσο, η ΕΕ αποτελεί στρατηγική και εσωτερική ανάγκη του κεφαλαίου για την προώθηση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Οι μηχανισμοί της ΕΕ και της τρόικα διαχέονται μέσα στο κράτος και αποτελούν συστατικό στοιχείο της διαμόρφωσης του ταξικού χαρακτήρα του ελληνικού «εθνικού κράτους», χωρίς να το καταργούν, αλλά επικαθορίζοντας τις στρατηγικές λειτουργίες του.
Η ευρωζώνη και η ΕΕ έχουν αντικειμενικά αντιδραστικό χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, ο ταξικός τους χαρακτήρας έχει «υλικότητα» αντίστοιχη και με τους θεσμούς του αστικού κράτους. Γιατί αν απαντήσουμε σε αυτό θετικά, τότε η ρήξη και η αποδέσμευση από αυτόν τον τερατώδη ιμπεριαλιστικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό θα μπει στην πρώτη γραμμή της πάλης, ανοίγοντας τον δρόμο για τον πραγματικό διεθνισμό των λαών.
Είναι σαν να θαυμάζουμε τα «λατινοαμερικάνικα πειράματα», αλλά να τα φανταζόμαστε χωρίς την καρδιά τους, δηλαδή την ανειρήνευτη πάλη για την απαλλαγή από την ιμπεριαλιστική κηδεμονία των ΗΠΑ. Ακρωτηριασμένα και κουτσουρεμένα.
Τρίτο, το ζήτημα της «αριστερής κυβέρνησης». Δεν υπάρχει πολιτική πρόταση που δεν απαντάει στο ερώτημα ποιος θα τα υλοποιήσει όλα αυτά και με ποια μέσα. Αλλιώς η πολιτική πρόταση γίνεται ευχολόγιο. Ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε στο ερώτημα αυτό με την «αριστερή κυβέρνηση» και έπεισε γιατί απάντησε στο επίπεδο της εξουσίας με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι μάζες την «εξουσία», δηλαδή κοινοβουλευτικά/κυβερνητικά και με τη στήριξη από ορισμένα κέντρα του συστήματος.
Δεν υπήρξε το ιδεολογικό μέτωπο που έπρεπε από την δική μας την πλευρά, παρότι ξέραμε πολύ καλά ότι η κυβέρνηση δεν είναι παρά τμήμα του συστήματος εξουσίας, όχι το πιο ισχυρό, και ακόμα, ότι, όσες κυβερνήσεις ανέβηκαν πάνω σε αυτή τη βάση οδήγησαν τον λαό σε μεγάλη ήττα.
Αν η αντικαπιταλιστική – επαναστατική αριστερά είχε μια συνεισφορά στο λαϊκό κίνημα, αυτή δεν θα ήταν να ενισχύσει, αλλά να καταπολεμήσει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, να δείξει την άρρηκτη σχέση της κυβέρνησης, με την συνέχεια του κράτους και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, να αναδείξει τον εξωκοινοβουλευτικό δρόμο οργάνωσης του λαού και προσέγγισης της πάλης για την εξουσία.
Και εδώ είναι ίσως ένα βασικό ζήτημα πάνω στο οποίο σκοντάψαμε το προηγούμενο διάστημα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε, κυρίως το θυελλώδες διάστημα 2010-2012 να κατανοήσει συλλογικά το εξεγερτικό φορτίο και την πολιτική σημασία των μορφών οργάνωσης που ξεπήδησαν από την εργατική τάξη, την νεολαία και τον λαό, να συνδεθεί οργανικά με αυτές, να συμβάλλει στην πολιτικοποίηση, γενίκευση, ενοποίησή τους. Έτσι θα μπορούσε ίσως να δώσει –αν και όχι πλειοψηφικά στον λαό, αλλά τουλάχιστον στην φρέσκια πρωτοπορία που ξεπήδησε από το κίνημα-, έναν άλλον δρόμο οργάνωσης και πολιτικού αγώνα, ώστε να διαμορφωθεί ένας άλλος συσχετισμός ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική/επαναστατική/εξωκοινοβουλευτική προσέγγιση του προβλήματος της εξουσίας και την διαχειριστική/ρεφορμιστική/κοινοβουλευτική λύση του προβλήματος. Και επειδή στην ζωή δεν υπάρχουν κενά, η λύση δόθηκε με τον δεύτερο τρόπο.
Όμως, αυτός ο δεύτερος τρόπος δείχνει και τα όρια του κοινοβουλευτισμού, ιδιαίτερα στην σημερινή φάση του καπιταλισμού. Όταν, όχι στην Τουρκία που βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμου εμφυλίου πολέμου, αλλά στην δημοκρατική Ελλάδα, ο Γιούνκερ λέει ότι οι «ευρωπαϊκές συνθήκες δεν εξαρτώνται από τις εκλογές» και στην Πορτογαλία ο πρόεδρος δηλώνει ότι δεν μπορεί να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε κόμμα που αμφισβητεί την ευρωζώνη, δεν τίθεται απλά ζήτημα δημοκρατίας, αλλά ζήτημα επαναστατικής υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της λαϊκής αυτοδιάθεσης, με κέντρο τα όργανα των ίδιων των εργαζόμενων.
Αν λοιπόν θελήσει κανείς να κάνει μια κριτική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε θα έλεγα ότι η κριτική αυτή πρέπει κατά βάση να αφορά τον ανολοκλήρωτο επαναστατικό της χαρακτήρα. Δηλαδή, την λειψή κατανόηση του εξεγερτικού φορτίου της περιόδου, την έλλειψη εκτίμησης για τις αναδυόμενες μορφές οργάνωσης του λαού και τον ρόλο τους, την έλλειψη κάθε προοπτικής για το επόμενο βήμα τους. Την αδυναμία – ή και υποτίμηση- της συμβολής στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού της χαρακτήρα- έστω στα όρια που αφορά ένα μέτωπο- σαν καθοδηγητική αρχή για ένα πρόγραμμα που θα υπερβαίνει τον μεταρρυθμισμό/τεχνοκρατισμό και την πνιγηρή γραφειοκρατία. Και αυτά μαζί με τις πιο «βατές» και συζητημένες αδυναμίες της λειψής εξειδίκευσης του προγράμματος προς τα «κάτω», ώστε να γίνει κτήμα ευρύτερων μαζών εργαζόμενων, και προς τα «πάνω», την επαναστατική τακτική. Τις ασάφειες και τις ταλαντεύσεις για τον χαρακτήρα και τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικής του, την πολυγλωσσία, τις αναπτυσσόμενες στρατηγικές αντιφάσεις στο εσωτερικό της, που έφτασαν στο σημείο κάποιοι σύντροφοι μας να είναι σε δύο μέτωπα έως ότου να αποχωρήσουν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή τις σταθερά διαφορετικές πρακτικές που αναπτύχθηκαν.
Αυτή η κριτική είναι άλλου τύπου από μια κριτική που θεωρεί ότι το «πρόβλημά μας» ήταν ότι δεν κάναμε έγκαιρα «πολιτική συμμαχιών». Που αρχίζει και τελειώνει στις «συμμαχίες». Μια κριτική που- τελικά- αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν «κινήσεις κορυφών», αντιμετωπίζει την «πολιτική εκπροσώπηση» με κοινοβουλευτικούς όρους, παρά το γεγονός ότι προφανώς οι συμμαχίες είναι σημαντικό κομμάτι της τακτικής μας και έπρεπε να γίνουν όταν διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις.
Ο λαθεμένος καθορισμός του «εχθρού», η λειψή αντιμετώπιση του ζητήματος της εξουσίας, μπορεί να κάνει -για μια ακόμα φορά- το εργατικό και λαϊκό κίνημα ουρά των δυνάμεων της αστικής διαχείρισης ακόμα και των «αστικών δυνάμεων». Είναι άλλο πράγμα να διαμορφώνει κανείς μια επαναστατική τακτική για την προσέγγιση της εξουσίας και άλλο να ενισχύει τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και να πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει σε συνεργασία με τον αντίπαλο. Αν ξαναγυρνάγαμε στο παράδειγμα του ΕΑΜ, θα βλέπαμε ότι αυτές οι αυταπάτες δεν οδήγησαν απλά σε ήττα, αλλά σε συντριβή, μετρημένη όχι με «απογοήτευση», αλλά με ζωές.
Έτσι,-και εδώ είναι το τέταρτο και τελευταίο σημείο της παρέμβασης-, αν μιλάμε για ένα πολιτικό μέτωπο που επιδιώκει να συνενώσει τα εκμεταλλευόμενα στρώματα, πρέπει να κάνει μια τομή με τον εαυτό του και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο.
Δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως κίνηση στο πολιτικό επίπεδο που να «πατάει στα πόδια της», χωρίς ένα κίνημα, χωρίς ένα πλατύ αγωνιστικό μέτωπο με πυρήνα το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, όλων των δυνάμεων που θέλουν να ανατρέψουν το καθεστώς της μνημονιακής βαρβαρότητας και την κυβέρνηση, να έρθουν σε ρήξη μέχρι το τέλος με το μαύρο μέτωπο κεφαλαίου-ΕΕ- ΔΝΤ, σε κόντρα με τον εργοδοτικό, κυβερνητικό, γραφειοκρατικό συνδικαλισμό, χωρίς την αποφασιστική κοινή δράση όλων των μαχόμενων δυνάμεων της αριστεράς.
Και από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική προοπτική και έμπνευση για έναν τέτοιο αγώνα χωρίς μια αριστερά που- γερά στηριγμένη πάνω στις συγκλονιστικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων- θα έχει λύσει σε ανώτερο επίπεδο τα βασικά ζητήματα στρατηγικής και τακτικής που θέτει στην ημερήσια διάταξη η ταξική πάλη, χωρίς μια νέα πρωτοπορία.
Να λοιπόν το διπλό καθήκον που έχουμε να αναμετρηθούμε.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ανασύνθεση στην αριστερά θα υπάρξει οπωσδήποτε. Ήδη σήμερα συσσωρεύονται σημαντικές δυνάμεις που αναζητούν στην κατεύθυνση της ρήξης, που υπερβαίνουν τα όρια της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του ΚΚΕ. Το ερώτημα είναι αν η ανασύνθεση αυτή θα γίνει σε κατεύθυνση ανατροπής και αντικαπιταλιστικής πάλης ή σε κατεύθυνσης νεοκεϋνσιανής, φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού. Οι δύο αυτές κατευθύνσεις είναι ασύμβατες.
Για να μπορέσει να υπάρξει «αντικαπιταλιστική ανασύνθεση» πρέπει κατ’ αρχήν να υπάρχει η «επαναστατική πρόθεση». Όπως και να΄ χει το πράγμα, στην ιστορική πορεία των επιλογών, οι δυνάμεις που είχαν επαναστατική πρόθεση ήταν αυτές που μπόρεσαν πραγματικά να συνδεθούν με τις μάζες. Στο δίλημμα λοιπόν με τον Άρη ή με την Βάρκιζα, με την ειρηνική μετεξέλιξη/φιλελευθεροποίηση της χούντας ή το Πολυτεχνείο, με τις δημοκρατικές δυνάμεις ή τους ριζοσπαστικούς αγώνες της μεταπολίτευσης, με το ΚΚΕ εσωτ, ή την Β΄ Πανελλαδική, με την κυβέρνηση Τζανετάκη ή με την ανταρσία της ΚΝΕ-Γράψα, πρέπει να πάρουμε καθαρή θέση. Μια τέτοια αντίληψη μπορεί να γονιμοποιηθεί με τις νέες συγκρούσεις, να δοκιμαστεί σε αυτές, για να γεννηθεί η αριστερά της εποχής μας, σε αλληλοδιαπλοκή με τις ζωντανές αγωνιστικές δυνάμεις του επόμενου κύκλου, που ήδη άνοιξε.
Η «αντικαπιταλιστική ανασύνθεση» δεν γίνεται ούτε με κοπτορραπτικές γύρω από τραπέζια, ούτε με σεχταρισμό και ακινησία στις κατακλυσμιαίες εξελίξεις που υπάρχουν στην αριστερά.
Γιατί, τελικά η αριστερά που θα σηκώσει το γάντι στο μαύρο μέτωπο κυβέρνησης-κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ είναι η κοινή μας επιδίωξη και αυτή την αριστερά μπορούμε να την οικοδομήσουμε!
Μ’ αρέσει που έβαλε και την Β Πανελλαδική, και έκανε και λογοπαιγνιάκι για την “αντικαπιταλιστική ανασύνθεση” (ΑΝΤΑΝ) και όχι πχ, λέω γω στην τύχη, την Αριστερή Ανασύνθεση. Επίσης αναφέρεται στο Πολυτεχνείο όταν σε λίγες μέρες πάλι θα διαβάσουμε από τον χώρο του για τον πρωτοπόρο ρόλο της αντι-ΕΦΕΕ, για ότι είναι άδικα όσα λέγονται για την Π8 κλπ. Επίσης είναι ο κληρονόμος του Άρη λέει και όχι της Βάρκιζας που εκπροσωπεί η … ΛΑΕ.
Εξυπνάδες, ούτε οι αριστεροί δεν κάθονται πια να τα διαβάσουν αυτά. Όσοι ζουν και αναπνέουν με τον κόσμο της εργασίας, της νεολαίας και τον λαό, γιατί υπάρχει πάντα η συμπεριφορά και η κοινωνική πρακτική του στρώματος της γραφειοκρατίας που ενάμησι μήνα από τις εκλογές εξακολουθεί να ασχολείται από το πρωί μέχρι το βράδυ με την ΛΑΕ, να καταγγέλλει όσους αποφάσισαν να μείνουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΕΠΠΔ) σαν δεξιά βαρίδια σαν τις επάρατες ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ, και η ΕΠΠΔ να του δίνει και βήμα.
¨Οσοι είναι με το αριστερό μέτωπο του μεταβατικού προγράμματος και την κομμουνιστική ανασυγκρότηση πρέπει να τα προσπεράσουν αυτά, ο σ Δραγανίγος έχει άλλη στρατηγική επιλογή, δεν είναι κακό, κακό είναι να επιμένουν (πχ η ΕΠΠΔ) ότι θα τον πείσουν λες και είναι γενικά σωστό ή εφικτό αυτό.
Αντίθετα πρέπει να βάλουμε την λογική ότι οι στρατηγικές διαφορές (πχ για τον χαρακτήρα του μετώπου) κρίνονται σε χρόνο ενεστώτα και με όρους μαζών και όχι εσωκομματικούς.
Κώστας
Δεν καταλαβαίνω ποιο πρόβλημα εντοπίζεις σχετικά με την Β’ Πανελλαδική. Επειδή ήταν ήσσονος σημασίας διάσπαση; Επειδή έπρεπε στο δίλημμα αυτό να ήταν κανείς με το ΚΚΕ εσωτερικού; Επειδή θεωρείς ίσως ότι δεν ‘δικαιούται’ ο συγγραφέας να έχει άποψη; (τότε, πολλοί δε δικαιούμαστε να μιλάμε για πολλά). Επειδή ίσως υποτιμάς τη ρήξη της Β’ Πανελλαδικής; ¨Η μήπως τη θεωρείς ‘κληροδοτημένη’;
Eννοώ ότι ο σύντροφος τρολλάρει, τόσο απλό, δεν έχει ποτέ του ασχοληθεί με την Β Πανελλαδική, δεν την ξέρει, δεν την έχει σε εκτίμηση. Εγώ προφανώς την θεωρώ σπουδαία, και προφανώς δεν απαντάω αν λέω ότι πρέπει κανείς να είναι με το ΚΚΕ εσ. Η Β Πανελλαδική όμως δεν είναι μόνο κατά του ΚΚΕ εσ, είναι εξίσου και κατά του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, εξίσου κατά των καταλήψεων του 79-80 ήταν η ΚΝΕ και η ΠΣΚ, και πιο δραστήρια εναντίον τους. Τι απαντάει ο σ Δραγανίγος, Β Πανελλαδική ή ΚΝΕ ?
Κώστας
Νομίζω ότι τώρα καταλαβαίνω το σκεπτικό σου. Έχω την αίσθηση ότι θα συμφωνούσες στο ότι η Β’ Πανελλαδική είχε μία, σημαντική θα έλεγα για την εποχή της, συμβολή. Αναφέρω επιγραμματικά: Κρίση της αριστεράς, συμβολή στην ανάλυση τού ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αστικός εκσυγχρονισμός, συσπειρωσιακή λογική -σημαντική μέχρι τις μέρες μας-, αγωνιστική παρουσία στο κίνημα, επεξεργασίες για το αστικό πανεπιστήμιο, το συνοικιακό κίνημα κλπ, συμβολή σε νικηφόρους αγώνες (βλ. νόμος 815: Πρώτη φορά που ο Καραμανλής πήρε πίσω ψηφισμένο νόμο από τη Βουλή -“Οι νόμοι καταργούνται στο πεζοδρόμιο”), συμμετοχή στο κίνημα των καταλήψεων, συμβολή στην ανάδειξη του χώρου σε τρίτη δύναμη στις φοιτητικές εκλογές, σημαντικές κατα΄τη γνώμη μου θεωρητικές επεξεργασίες κ.ά. Βέβαια, δεν ήταν “κατά του ΚΚΕ εσωτερικού” ή “κατά του ΚΚΕ”. Αντιπάλεψε τη δεξιά γραμμή που ηγεμόνευε στο πρώτο, συγκρούστηκε πολιτικά με αγωνιστές άλλων ρευμάτων, συμφωνούμε όμως φαντάζομαι ότι δεν στρατευτήκαμε στην αριστερά για να βγάζουμε τα μάτια μας μεταξύ μας, και μάλιστα αναδρομικά. (συμβαίνει να θυμάμαι, και πρόσωπα και γεγονότα, δεν έχω όμως την παραμικρή όρεξη να ‘δικαιώσω’ τις σημερινές πολιτικές επιλογές μου αναφερόμενος σε γεγονότα του 1979). Θεωρώ τη λέξη “τρολάρει”, που γράφεις, άστοχη… Κατά σύμπτωση συμβαίνει να γνωρίζω από πρώτο χέρι το αν ο σύντροφος έχει ασχοληθεί με τη Β’ Πανελλαδική, αν την ξέρει, όπως λες, και αν την έχει σε εκτίμηση, και μάλιστα πολλά χρόνια πριν (τα έχω γράψει και δημόσια σε ανύποπτο χρόνο). Τελευταίο, αλλά όχι έλασσον: Ας μου επιτραπεί να θεωρήσω άστοχο, στην εκπνοή του 2015, 36 χρόνια μετά, να τίθεται το δίλημμα “Β’ Πανελλαδική ή ΚΝΕ”. Αν ήταν έτσι, καμία από τις μετωπικές πρωτοβουλίες δε θα μπορούσε να συζητηθεί καν. Ας μην ξεχνάμε τέλος τα γεγονότα: Στη διάσπαση της ΚΝΕ, όταν μας συγκλόνιζε το “Δεν θα υπακούσω” (ο “διεθνισμός” της βάσης), αυτοί που μας είχαν διαγράψει 11 χρόνια νωρίτερα έδιναν κάλυψη στην ηγεσία του ΚΚΕ (ο “διεθνισμός” της ηγεσίας). Σε διαβεβαιώ ότι αυτά θα σου τα έγραφα ακόμα και αν δεν συμφωνούσα με το ιδιαίτερα εύστοχο πολιτικά συγκεκριμένο κείμενο του συντρόφου.
Σ Νίκο περιγράφεις πάρα πολύ ωραία την προσφορά της Β Πανελλαδικής, την οποία άλλωστε προκύπτει ότι έχεις ζήσει. Βέβαια και γω που δεν την έχω ζήσει δικαιούμαι να γνωρίζω πως “κληρονομιά” της Β Πανελλαδικής είναι το ενάντια στον αστισμό και όχι το ποτέ με τον ρεφορμισμό. Το ότι συχνά αυτά τα 2, και μάλιστα σε συνθήκες ομαλής κοινωνικής και πολιτικής αναπαραγωγής περίπου ταυτίζονται δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά ταυτίζονται. Μια ανάλυση λοιπόν που λέει ότι δεν είναι το ενάντια στον αστισμό το επίδικο αλλά το ενάντια στον ρεφορμισμό είναι μετατοπισμένη απέναντι στον πυρήνα των κεκτημένων της Β Πανελλαδικής. Κάνει μάλιστα και μια προσπάθεια να πείσει ότι δεν είναι αυτό, οτι δεν προτείνει ένα περιεχόμενο “όλα θα τα λύσει η εργατική εξουσία” περιγράφοντας ουσιαστικά την ΛΑΕ σαν το νέο αστικό κόμμα και τον βασικό αντίπαλο, εκεί που λέει για την κευνσιανή διαχείριση κλπ. Εγώ πάλι λέω πως ένα πολιτικό περιεχόμενο που δεν το έχει η ΛΑΕ σήμερα αλλά δεν έχει και ένα αντίθετο, σε αυτή την κατεύθυνση είναι, είναι η βάση για το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που χρειάζεται όμως απάντηση αν είναι αντικαπιταλιστικό. Αν είναι αντικαπιταλιστικό πάει να πει ότι και η κυρίαρχη αντίθεση στην συγκυρία είναι η εργατική εξουσία και αυτό δεν κρύβεται με φραστικές υπερπροσπάθειες σαν το ¨αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης”, “το πρόγραμμα θα το εφαρμόσει το κίνημα”. Αν λοιπόν ο σ Δραγανίγος γνωρίζει και εκτιμάει την Β Πανελλαδική, όπως λες και έτσι θα είναι, αυτό πάει να πει πως σκόπιμα νομίζει πως εκείνη την στιγμή κάνει σπασιματάκι στην ΑΡΑΝ, αν υποθέσουμε ότι διεκδικεί ότι έχει μια ιδεολογικοπολιτική σχέση μαζί της. Καταλαβαίνεις λοιπόν πως επί της ουσίας δεν συζητάμε για την Β Πανελλαδική που έχεις ζήσει και γω όχι αλλά μπορεί να γνωρίζουμε και οι 2, αλλά ουσιαστικά συζητάμε για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα σημερινά διλλήματα. Και αν είναι σωστό ότι σημερινές επιλογές δεν δικαιώνονται με το 79 είναι 1000 φορές ότι σημερινές επιλογές δεν δικαιώνονται αναφερόμενος στο 79 (ή 78 η διάσπαση) και διαστρέφοντας το περιεχόμενο του 78 στο “ποτέ με τον ρεφορμισμό”. Η Β Πανελλαδική δεν ήταν τριτοπεριοδίστικη ή των “αριστερών αντιπολιτεύσεων” απέναντι στο Ενιαίο Μέτωπο.
Κώστας
α)πως εννοεί ο σύντροφος την νέα πρωτοπορία;
β)δεν γράφει τίποτα για την δική του ανέντιμη στάση την περίοδο των διαπραγματεύσεων με τη ΛΑΕ