.
.

Παντιέρα, ιστότοπος αντικαπιταλιστικής ενημέρωσης

.


Αστικά ιδεολογήματα στον αριστερό λόγο


Γιώργος Σταμάτης - Αστικά ιδεολογήματα στον αριστερό λόγοτου Γιώργου Σταμάτη

Εκπλήσσει η ευχέρεια, με την οποία η Αριστερά υιοθετεί γλωσσικά –χωρίς αναστόχαση και με αφελή άγνοια των πραγμάτων– αστικά ιδεολογήματα, όπως «λιτότητα, «μεταρρυθμίσεις», «εσωτερική υποτίμηση», «διαρθρωτικές αλλαγές», «ανθρωπιστική κρίση» «πρωτογενές πλεόνασμα».

Οι κα­πι­τα­λι­στές και οι εκ­φρα­στές των συμ­φε­ρό­ντων τους και των α­πό­ψεών τους έ­χουν κά­θε λό­γο να ο­νο­μά­ζουν τις πε­ρι­κο­πές μι­σθών, συ­ντά­ξεων και κοι­νω­νι­κών δη­μο­σίων δα­πα­νών προς ό­φε­λος των κα­πι­τα­λι­στών «λι­τό­τη­τα», διό­τι το «λι­τό­τη­τα», το ο­ποίο υ­πο­δη­λοί και «συμ­μά­ζε­μα» και «νοι­κο­κύ­ρε­μα», η­χεί στα αυ­τιά των μι­σθω­τών, των ερ­γα­ζο­μέ­νων, των συ­ντα­ξιού­χων, αλ­λά α­κό­μη και των ο­φε­λού­με­νων α­πό τις κοι­νω­νι­κές δα­πά­νες του Δη­μο­σίου α­σφα­λώς α­θωό­τε­ρα α­πό την ω­μή κα­το­νο­μα­σία των πα­ρα­πά­νω πε­ρι­κο­πών.

Η λέ­ξη «με­ταρ­ρύθ­μι­ση» ή­ταν, εάν α­κό­μη εν­θυ­μεί­σθε, θε­τι­κά φορ­τι­σμέ­νη ό­χι μό­νον για τους προο­δευ­τι­κά σκε­πτό­με­νους, αλ­λά για ό­λους τους αν­θρώ­πους. Χρη­σι­μο­ποιή­θη­κε, ό­μως, α­πό τους κα­πι­τα­λι­στές και τους δι­κούς τους για να δώ­σουν μια συ­νο­πτι­κή γλωσ­σι­κή έκ­φρα­ση στη διά­λυ­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σεων, στην α­συ­δο­σία των κα­πι­τα­λι­στών στην α­γο­ρά ερ­γα­σίας, στην προ­λε­τα­ριο­ποίη­ση των αυ­το­α­πα­σχο­λού­με­νων, δη­λα­δή στη με­τα­τρο­πή τους σε μι­σθω­τούς ερ­γα­ζό­με­νους υ­παγ­μέ­νους στο κε­φά­λαιο, στην προ­σπά­θεια ι­διω­τι­κο­ποίη­σης της δη­μό­σιας παι­δείας (ι­δίως της α­νώ­τα­της), της διά­λυ­σης του συ­στή­μα­τος δη­μό­σιας υ­γείας και άλ­λων συ­να­φών.

Οι «διαρ­θρω­τι­κές αλ­λα­γές» ση­μαί­νουν την εκ­ποίη­ση ή εκ­χώ­ρη­ση δη­μό­σιας πε­ριου­σίας, δη­μο­σίων ε­πι­χει­ρή­σεων και ορ­γα­νι­σμών κα­θώς και οι­κο­νο­μι­κών λει­τουρ­γιών του Δη­μο­σίου στους κα­πι­τα­λι­στές.

Υπο­τί­μη­ση… νοή­μα­τος

Όλοι γνω­ρί­ζου­με τι εί­ναι η υ­πο­τί­μη­ση, δη­λα­δή η υ­πο­τί­μη­ση του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος. Κα­τά την υ­πο­τί­μη­ση του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος με­τα­βάλ­λο­νται οι ι­σο­τι­μίες του τε­λευ­ταίου έ­τσι, που τώ­ρα χρειά­ζε­ται κα­νείς έ­να με­γα­λύ­τε­ρο πο­σό ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος για να α­γο­ρά­σει μια μο­νά­δα κα­θε­νός άλ­λου ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με­τα­βάλ­λε­ται η ι­σο­τι­μία του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος προς το κυ­ρίαρ­χο στις διε­θνείς συ­ναλ­λα­γές νό­μι­σμα, δη­λα­δή το δο­λά­ριο. Μέ­σω αυ­τής της με­τα­βο­λής με­τα­βάλ­λο­νται και οι ι­σο­τι­μίες του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος προς ό­λα τα άλ­λα ε­θνι­κά νο­μί­σμα­τα. Αυ­τή τη με­τα­βο­λή της ι­σο­τι­μίας του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος προς το δο­λά­ριο την ε­πι­τυγ­χά­νει η Κε­ντρι­κή Τρά­πε­ζα, δη­λώ­νο­ντας ό­τι α­γο­ρά­ζει και πω­λεί ο­ποιο­δή­πο­τε πο­σό δο­λα­ρίων στη νέα ι­σο­τι­μία.

Για­τί υ­πο­τι­μά­ται έ­να νό­μι­σμα; Για να αυ­ξη­θεί η ζή­τη­ση του ε­ξω­τε­ρι­κού για προϊό­ντα που πα­ρά­γο­νται στο ε­σω­τε­ρι­κό (ε­ξα­γω­γές), α­φού συ­νε­πεία της υ­πο­τί­μη­σης θα μειω­θούν οι τι­μές τους, και να μειω­θεί η ζή­τη­ση του ε­σω­τε­ρι­κού για προϊό­ντα του ε­ξω­τε­ρι­κού (ει­σα­γω­γές), ε­πει­δή συ­νε­πεία της υ­πο­τί­μη­σης θα αυ­ξη­θούν οι τι­μές τους. Και τα δύο αυ­τά, εάν ε­πι­συμ­βούν, ο­δη­γούν σε αύ­ξη­ση του ε­θνι­κού προϊό­ντος και σε μείω­ση του ελ­λείμ­μα­τος ή, α­ντι­στοί­χως, σε αύ­ξη­ση του πλε­ο­νά­σμα­τος του ι­σο­ζυ­γίου των ε­μπο­ρι­κών συ­ναλ­λα­γών της χώ­ρας. Στη χώ­ρα μας, ε­πει­δή τώ­ρα πλέ­ον ε­θνι­κό νό­μι­σμα δεν εί­ναι η δραχ­μή, αλ­λά το ευ­ρώ, δεν υ­πάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα υ­πο­τί­μη­σης του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος με α­πό­φα­ση της ελ­λη­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης.

Λέ­γε­ται ό­τι μειώ­σεις μι­σθών μειώ­νουν τις τι­μές των εγ­χω­ρίως πα­ρα­γό­με­νων προϊό­ντων και συ­νε­πώς αυ­ξά­νουν τη ζή­τη­ση του ε­ξω­τε­ρι­κού για αυ­τά τα προϊό­ντα (ε­ξα­γω­γές) και συ­νε­πώς τις ε­ξα­γω­γές και το ε­θνι­κό προϊόν. Συγ­χρό­νως μειώ­νουν τη ζή­τη­ση για ε­μπο­ρεύ­μα­τα του ε­ξω­τε­ρι­κού (ει­σα­γω­γές). Έτσι, λοι­πόν, σύμ­φω­να με τα πα­ρα­πά­νω, οι μειώ­σεις μι­σθών αυ­ξά­νουν το ε­θνι­κό προϊόν και μειώ­νουν το έλ­λειμ­μα ή αυ­ξά­νουν το πλεό­να­σμα του ε­μπο­ρι­κού ι­σο­ζυ­γίου, δη­λα­δή έ­χουν τα ί­δια α­πο­τε­λέ­σμα­τα με μια α­ντί­στοι­χη υ­πο­τί­μη­ση του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος. Να λοι­πό­ν: Τι μείω­ση μι­σθών και κου­ρα­φέ­ξα­λα! Απλώς για μια οιο­νεί υ­πο­τί­μη­ση του ε­θνι­κού νο­μί­σμα­τος πρό­κει­ται –για μια «ε­σω­τε­ρι­κή υ­πο­τί­μη­ση». Δεν η­χεί ω­ραία;

Άνθρω­ποι και πο­λί­τες

Ωραίο ι­δε­ο­λό­γη­μα εί­ναι κι αυ­τό με την «αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση». Το «αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση» υ­πο­κα­θι­στά το «οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση», ό­σον α­φο­ρά τις ε­πι­πτώ­σεις της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης στα οι­κο­νο­μι­κώς και κοι­νω­νι­κώς κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα του πλη­θυ­σμού, δη­λα­δή στους «αν­θρώ­πους». Το «αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση» υ­πο­κα­θι­στά το «οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση». Το «οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση» προ­τρέ­πει αυ­το­νοή­τως στην α­να­ζή­τη­ση των αι­τίων της κρί­σης στην οι­κο­νο­μία. Το «αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση» πα­ρα­πέ­μπει σε λι­μούς, λοι­μούς, σει­σμούς, κα­τα­πο­ντι­σμούς. Ή σε τι­μω­ρη­τι­κές ε­νέρ­γειες του Κυ­ρίου του εί­δους «Και έ­κα­νε θραύ­σιν ο Κύ­ριος και έ­θραυ­σεν χι­λιά­δας δέ­κα», ό­πως δια­βά­ζου­με στην Πα­λαιά Δια­θή­κη.

Το «αν­θρω­πι­στι­κή κρί­ση» εί­ναι πο­λύ πιο βο­λι­κό α­πό ε­κεί­νο το «οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση». Διό­τι, ε­νώ το πρώ­το πα­ρα­πέ­μπει στη φύ­ση ή στον Κύ­ριο, το δεύ­τε­ρο υ­πεν­θυ­μί­ζει, ό­πως λέει ο Μπρε­χτ, ό­τι σή­με­ρα η μοί­ρα του αν­θρώ­που εί­ναι ο άν­θρω­πος, δη­λα­δή την κρί­ση την προ­κά­λε­σαν και την συ­ντη­ρούν άν­θρω­ποι.

Και πώς έ­χει το πράγ­μα με ε­κεί­να τα δια­βό­η­τα «αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα»; Αντι­πα­ρερ­χό­μα­στε ε­δώ το ό­τι χρη­σι­μο­ποιή­θη­καν και χρη­σι­μο­ποιού­νται α­πό τις Η­ΠΑ και τους συμ­μά­χους τους ε­πι­θε­τι­κά κα­τά ε­θνι­κών κρα­τών, με σκο­πό την υ­πο­νό­μευ­ση της ε­θνι­κής και κρα­τι­κής κυ­ριαρ­χίας τους. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη, μια και ζού­με με­τα­ξύ πολ­λών φί­λων αυ­τών των α­ξια­γά­πη­των τε­τρά­πο­δων, ό­πως τα «δι­καιώ­μα­τα των ζώων» προϋπο­θέ­τουν τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ αν­θρώ­πων και ζώων, έ­τσι και τα «αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα» προϋπο­θέ­τουν τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ πο­λι­τών και «αν­θρώ­πων», δη­λα­δή με­τα­ξύ πο­λι­τών και δια­φό­ρων ει­δών α­να­ξιο­πα­θού­ντων. Έτσι για να το πού­με σχη­μα­τι­κά: Για τα «αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα» των λα­θρο­με­τα­να­στών, των φυ­λα­κι­σμέ­νων, των ρο­μά, των α­στέ­γων, των α­νέρ­γων, των α­πό­ρων, δη­λα­δή των «αν­θρώ­πων» εν γέ­νει πρό­κει­ται, ό­χι για δι­καιώ­μα­τα δι­κά σου και των ο­μοίων σου, δη­λα­δή ό­χι για δι­καιώ­μα­τα των α­στών πο­λι­τών –αυ­τών των τε­λευ­ταίων τούς αρ­κούν τα δι­καιώ­μα­τα του πο­λί­τη. Δι­καίω­μα στην ερ­γα­σία, δη­λα­δή στη μι­σθω­τή ερ­γα­σία, δεν υ­πάρ­χει βέ­βαια. Πολ­λοί, ό­μως, ο­μι­λούν με ζέ­ση για το δι­καίω­μα στην ερ­γα­σία ως για αν­θρώ­πι­νο δι­καίω­μα. Ανα­λο­γι­σθεί­τε, λοι­πόν, προς στιγ­μήν ό­χι τον ά­νερ­γο, αλ­λά τον κ. Κόκ­κα­λη ή κά­ποιον ό­μοιόν του ως φο­ρέα αυ­τού του αν­θρώ­πι­νου δι­καιώ­μα­τος.

Πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα – δη­μο­σιο­νο­μι­κό έλ­λειμ­μα

Κι ερ­χό­μα­στε, τέ­λος, και σε ε­κεί­νο το «πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα». Τι εί­ναι το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα; Εί­ναι η δια­φο­ρά με­τα­ξύ των τα­κτι­κών ε­σό­δων του Δη­μο­σίου (φό­ροι, δα­σμοί, τέ­λη, κέρ­δη α­πό δη­μό­σιες ε­πι­χει­ρή­σεις) –ό­χι και των ε­σό­δων α­πό κα­θα­ρό δα­νει­σμό– [κα­θα­ρός δα­νει­σμός μιας πε­ριό­δου εί­ναι το πο­σό που α­πο­μέ­νει α­πό τα δά­νεια που πή­ρε το Δη­μό­σιο αυ­τήν την πε­ρίο­δο, α­φού α­να­νεώ­σει τα λή­γο­ντα δά­νειά του] και των δα­πα­νών του Δη­μο­σίου για μι­σθούς και συ­ντά­ξεις κα­θώς και για α­γα­θά και υ­πη­ρε­σίες –ό­χι και για πλη­ρω­μές τό­κων. Ας έ­χου­με στα α­κό­λου­θα κα­τά νου ό­τι το Δη­μό­σιο έ­χει, πέ­ραν των προ­α­να­φερ­θέ­ντων τα­κτι­κών ε­σό­δων του, και έ­σο­δα α­πό κα­θα­ρό δα­νει­σμό και έ­χει να ε­κτε­λέ­σει, πέ­ραν των δα­πα­νών του για μι­σθούς και συ­ντά­ξεις κα­θώς και για α­γα­θά και υ­πη­ρε­σίες, και δα­πά­νες για την πλη­ρω­μή τό­κων. Έστω ό­τι το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα μιας πε­ριό­δου εί­ναι αρ­νη­τι­κό, έ­στω δη­λα­δή ό­τι σ’ αυ­τήν την πε­ρίο­δο έ­χου­με έ­να πρω­το­γε­νές έλ­λειμ­μα. Αυ­τό ση­μαί­νει προ­φα­νώς ό­τι το Δη­μό­σιο σ’ αυ­τήν την πε­ρίο­δο χρη­μα­το­δο­τεί την πλη­ρω­μή τό­κων αλ­λά και έ­να μέ­ρος των δα­πα­νών του για μι­σθούς και συ­ντά­ξεις κα­θώς και για α­γα­θά και υ­πη­ρε­σίες, ί­σο αυ­το­νοή­τως με το πρω­το­γε­νές έλ­λειμ­μά του, με κα­θα­ρό δα­νει­σμό. Στην πε­ρί­πτω­ση που το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα εί­ναι μη­δε­νι­κό, το Δη­μό­σιο χρη­μα­το­δο­τεί μό­νον τις πλη­ρω­μές τό­κων με κα­θα­ρό δα­νει­σμό. Και, τέ­λος, ό­ταν το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα εί­ναι θε­τι­κό, το Δη­μό­σιο χρη­μα­το­δο­τεί με αυ­τό το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα ι­σό­πο­σο μέ­ρος των δα­πα­νών του για την πλη­ρω­μή τό­κων και χρη­μα­το­δο­τεί το υ­πό­λοι­πο μέ­ρος αυ­τών των δα­πα­νών του με κα­θα­ρό δα­νει­σμό. Το ση­μα­ντι­κό ε­δώ εί­ναι το ε­ξής: στις δύο πρώ­τες πε­ρι­πτώ­σεις το Δη­μό­σιο χρη­μα­το­δο­τεί τις πλη­ρω­μές τό­κων εν ό­λω με κα­θα­ρό δα­νει­σμό. Ο κα­θα­ρός δα­νει­σμός εί­ναι προ­φα­νώς ί­σος με το έλ­λειμ­μα του Δη­μο­σίου, δη­λα­δή ί­σος με το δη­μο­σιο­νο­μι­κό έλ­λειμ­μα. Ένα πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα συμ­βα­δί­ζει, λοι­πόν, πά­ντα με έ­να δη­μο­σιοοι­κο­νο­μι­κό έλ­λειμ­μα.

Για ποιους έ­χει νό­η­μα και χρη­σι­μό­τη­τα η έν­νοια του πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος; Μα μό­νον για τους πι­στω­τές, δη­λα­δή για τους το­κο­γλύ­φους, του Δη­μο­σίου και για ε­κεί­νες τις κυ­βερ­νή­σεις που υ­πη­ρε­τούν τα συμ­φέ­ρο­ντα αυ­τών των το­κο­γλύ­φων. Για τους το­κο­γλύ­φους, ε­πει­δή τους λέει αν το πο­σό που τους πλη­ρώ­νει το Δη­μό­σιο ως τό­κους τού το έ­χουν δα­νεί­σει στο σύ­νο­λό του αυ­τοί οι ί­διοι (οι πε­ρι­πτώ­σεις αρ­νη­τι­κού και μη­δε­νι­κού πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος) ή εν μέ­ρει αυ­τοί οι ί­διοι (πε­ρί­πτω­ση θε­τι­κού πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος), πό­τε το υ­πό­λοι­πο πο­σό προέρ­χε­ται α­πό ι­δίους πό­ρους του Δη­μο­σίου, δη­λα­δή α­πό τα τα­κτι­κά του έ­σο­δα, και ό­χι α­πό κα­θα­ρό δα­νει­σμό. Και για τις προ­α­να­φερ­θεί­σες κυ­βερ­νή­σεις, ε­πει­δή τούς ε­πι­τρέ­πει να εκ­δί­δουν έ­να θε­τι­κό πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα (το ο­ποίο, ό­πως εί­δα­με, συμ­βα­δί­ζει πά­ντα με έ­να δη­μο­σιοοι­κο­νο­μι­κό έλ­λειμ­μα!) ως δη­μο­σιοοι­κο­νο­μι­κό πλεό­να­σμα, που προ­τί­θε­νται να δια­νεί­μουν εν εί­δει κοι­νω­νι­κού με­ρί­σμα­τος μέ­σω αυ­ξή­σεων μι­σθών και συ­ντά­ξεων στο Δη­μό­σιο ή / και αυ­ξή­σεων των δη­μο­σίων κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών στα θύ­μα­τά της υ­πέρ των το­κο­γλύ­φων του Δη­μο­σίου α­σκού­με­νης οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής των.

Εί­ναι λυ­πη­ρό ό­τι η Αρι­στε­ρά συ­ντη­ρεί με τις το­πο­θε­τή­σεις της στις δη­λώ­σεις της κυ­βέρ­νη­σης για το πρω­το­γε­νές πλεό­να­σμα την μό­λις α­να­φερ­θεί­σα α­πό μέ­ρους της κυ­βέρ­νη­σης ε­ξα­πά­τη­ση των θυ­μά­των της μνη­μο­νια­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής.

Η εποχή

image_pdfΛήψη - Εκτύπωση δημοσίευσης


Κριτικές - Συζήτηση

Αστικά ιδεολογήματα στον αριστερό λόγο

Εκπλήσσει η ευχέρεια, με την οποία η Αριστερά υιοθετεί γλωσσικά –χωρίς αναστόχαση και με αφελή άγνοια των πραγμάτων– αστικά ιδεολογήματα, όπως «λιτότητα, «μεταρρυθμίσεις», «εσωτερική υποτίμηση», «διαρθρωτικές αλλαγές», «ανθρωπιστική κρίση» «πρωτογενές πλεόνασμα».

Βαθμολογία Αναγνωστών: 0.00% ( 0
Συμμετοχές )



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.